μελισσοτροφικός

μελισσοτροφικός
-ή, -ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελισσοτροφία («μελισσοτροφικές μέθοδοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελισσοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”